- γυμνόστερνος
- η , ο[ν] , γυμνόστηθος, η и ω, ο с обнажённой грудью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυμνόστερνος — η, ο ο γυμνόστηθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + στέρνο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Μιχαήλ Μητσάκη] … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek